Η νεροτριβή ήταν το επόμενο στη σειρά κατασκεύασμα, μετά το μύλο και τα μαντάνια, και αυτό ξύλινης κατασκευής. Αποτελείτο από ένα μεγάλο ξύλινο κάδο σε σχήμα κώνου, ο οποίος συναρμολογούνταν από σφιχτοδεμένες μεταξύ τους πλανισμένες σανίδες σε σχήμα σφήνας και δενόταν περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Το μεγαλύτερο μέρος της ντριστέλας βρισκόταν χωμένο βαθιά στο έδαφος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουν τα τοιχώματα από την πίεση του νερού.
Στη νεροτριβή πλένονταν μάλλινα υφαντά και σκεπάσματα (φλοκάτες, χράμια, κουρελούδες, τσιόλια, μαλλιώτες, κάπες κλπ.). Η πτώση του νερού στον κάδο προκαλούσε τη δημιουργία στροβίλων, οι οποίοι συμπαρέσυραν τα υφαντά στη δίνη τους.
Με την τριβή του νερού, τα υφαντά «αναμαλλιάζουν», χνουδιάζουν, γίνονται αφράτα και τα στημόνια με τα υφάδια δημιουργούν ένα σώμα (κλείνουν τα μεταξύ τους κενά) και καθαρίζουν από τη σκόνη, που εισχωρεί σ’ αυτό.
Οι νεροτριβές και τα μαντάνια συνέβαλαν πολύ στη βιοτεχνική άνθιση των μάλλινων υφαντών, παλαιότερα, κυρίως της φλοκάτης.
Στην Πελοπόννησο λειτούργησαν δύο τύποι νεροτριβής: Οι γυριστές, με μεγαλύτερη διάμετρο, στις οποίες το νερό εκτοξευόταν από το στόμιο του βαγενιού στο τοίχωμά του, δημιουργώντας περιστροφική κίνηση και οι βουτηχτές, στις οποίες το βαγένι ήταν πιο όρθιο και το νερό εκτοξευόταν σχεδόν κατακόρυφα.
Οι νεροτριβές, μαζί με τους νερόμυλους, αποτελούν τις πιο γνωστές υδροκίνητες εγκαταστάσεις της προβιομηχανικής Ελλάδας. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι ο λαϊκός λόγος (τραγούδια, παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις) κάνει συχνές αναφορές στα δυο αυτά προτεχνολογικά «εργαστήρια».
Έως και το 1995 η νεροτριβή μας πλένει τόνους φλοκάτης που προερχόντουσαν από ταπητοκαθαριστήρια της Αθήνας.